ἥδω
Look at other dictionaries:
ήδω — ἥδω (Α) βλ. ήδομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεργητικός ενεστ. τού ήδομαι*, πιθ. κατά το τέρπω] … Dictionary of Greek
ηδώ — ἠδώ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἶρις, ἤγουν τόξον» … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek
ՀԵՇՏԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0087 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 14c ն. ἤδω delecto, oblecto. Տալ հեշտանալ. զուարճացուցանել. հաճել. հանգուցանել. լնուլ հաճութեամբ. ... *Հեշտացուցանել զմարմին, կամ զզգայութիւն. Մաշկ.: Շ. ՟ա. յհ. ՟Խ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)